συοθρέμμων

συοθρέμμων
ὁ, ἡ, Α
(για ζωοτροφή) αυτός που τρέφει, που παχαίνει τους χοίρους («μηδ' αὐτὸς ἔδοι συοθρέμμονα φορβήν», Γρηγ.Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμ-α), πρβλ. ολβο-θρέμμων, πελειο-θρέμμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”